μπεργαντί

μπεργαντί
και μπεργαδί και μπεργατί και περγαδί και περγαντί και περγάντιν και περγαντίν και περγατί, το (Μ μπεργαντί και μπεργαδί και μπεργατί και περγαδί και περγαντί και περγάντιν και περγαντίν και περγατί)
1. μικρό πλοίο συνοδείας, χαμηλό και χωρίς κουβέρτα και γέφυρα, το οποίο κινείται με πανιά και κουπιά.
2. (κατ' επέκτ.) πλήρωμα τού παραπάνω σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bergantin ή, κατ' άλλους, < ιταλ. brigantino].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπεργαντίνι — και μπεργατίνι και πριγαντίνι, το (Μ μπεργαντίνι και μπεργατίνι και πριγαντίνι) το μπεργαντί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bergantin ή απὸ παλαιότερο ιταλ. bergantino] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”